- πλουμίον
- πλουμ-ίον, τό,A embroidery, Stud.Pal.20.245.6 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
PLUMEUM Opus — apud Dudonem, l. 3. de Moribus, et Act. Normanner. p. 153. Bissosque niveas purpure asque aurô intextas plumeôque mirabilis artisicii holoserica commisit: Graecis recentioribus πλουμίον est seu πλουμμίον. Nam pluma πλουμίον, ut fibla φιβλίον,… … Hofmann J. Lexicon universale
ορθόπλουμος — ὀρθόπλουμος, ον (Α) πλουμισμένος με φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πλουμος (< πλουμίον «διακοσμητικό σχέδιο» < λατ. pluma), πρβλ. έμ πλουμος] … Dictionary of Greek
πλουμάκι — το / πλουμάκιον, ΝΑ [πλουμίον/πλουμί] νεοελλ. διακοσμητικό σχέδιο, στολίδι, πλουμί αρχ. κεντητό εργόχειρο … Dictionary of Greek
πλουμί — το, / πλουμίον, ΝMΑ, πλουμίδι Ν, και πλουμίν Μ, και πλουμμίον Α κεντητό ή ζωγραφισμένο διακοσμητικό σχέδιο, στολίδι, κόσμημα μσν. αρχ. κεντητό εργόχειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pluma «χνούδι, πούπουλο». Ο νεοελλ. τ. πλουμίδι < πλουμί + κατάλ. ίδι… … Dictionary of Greek
πλουμίζω — ΝΜ [πλουμίον] 1. διακοσμώ, στολίζω με πλουμιά, με κεντήματα, κεντώ 2. (για πρόσ.) επαινώ, εγκωμιάζω … Dictionary of Greek
πλουμίκιον — τὸ, Α το πλουμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πλουμίον] … Dictionary of Greek